- γομφίων
- γομφίοςgrinder-toothmasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
αγομφίαση — η [γομφίαση] έλλειψη γομφίων*, τραπεζιτών … Dictionary of Greek
γομφαλγία — γομφαλγία, η (Α) άλγος τών γομφίων, πονόδοντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόμφος + αλγία*] … Dictionary of Greek
γομφιάζω — (Α) [γομφίος] 1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων 2. τρίζω τα δόντια μου 3. πονώ στα δόντια γενικά … Dictionary of Greek
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
μυλαλγία — μυλαλγία, ἡ (Α) πονόδοντος, πόνος τών γομφίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος «γομφίος» + αλγία (< ἀλγῶ «πονώ»), πρβλ. νευρ αλγία] … Dictionary of Greek
οκτωδοντίδες — (Octodontidae). Οικογένεια τρωκτικών της υπόταξης των απλοδόντων. Περιλαμβάνει τα γένη οκτώδους, ακόναιμυς, oκτωδοντόμυς και σπαλακόπους. Το γένος οκτώδους (octodon) περιλαμβάνει μικρού ή μεγάλου μεγέθους τρωκτικά, παρόμοια με ποντικούς, που ζουν … Dictionary of Greek
σπαρίδες — (Sparidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των περκόμοφων. Το σώμα τους σκεπάζεται με μεγάλα λέπια, και το στόμα τους, σε συσχετισμό με το κεφάλι τους, είναι μικρό και εφοδιασμένο με πολυάριθμα δόντια, που έχουν σχήμα κοπτήρων, κυνοδόντων ή γομφίων … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek
τρυγία — η, ΝΜΑ, και τρυγιά Ν, και ιων. τ. τρυγίη Α [τρύξ, τρυγός] το κατακάθι τού κρασιού, τρύξ* νεοελλ. 1. ιατρ. σκληρή εναπόθεση στα δόντια, η οποία εμφανίζεται στερεά προσκολλημένη κυρίως στις γλωσσικές επιφάνειες τών τομέων, τών κυνοδόντων και τών… … Dictionary of Greek